παραβάν

παραβάν
(paravent). Κινητό, πτυσσόμενο διάφραγμα, που αποτελείται συνήθως από φύλλα κατασκευασμένα από ξύλο και ύφασμα ή χαρτί, ενωμένα μεταξύ τους με μεντεσέδες. Το π. μπορεί να αποτελείται και από ένα μόνο φύλλο με κατάλληλο υποστήριγμα, όπως είναι το διάφραγμα του τζακιού. Στην Ιαπωνία, ο τύπος αυτός του π. ονομάζεται τσουιτάτε (το κοινό π. ονομάζεται μπιόμπου). Σε αντίθεση με την Ανατολή, όπου το π. εμφανίζεται σε αρχαιότερους χρόνους (στην Κίνα διαδόθηκε την εποχή της δυναστείας Χαν: 206 π.Χ. -220 μ.Χ.), στη Δύση εμφανίστηκε στο Μεσαίωνα και η χρήση του γενικεύτηκε από τον 16o αι. μέχρι τον 19o. Κοινότατο εξάρτημα της επίπλωσης, ακολούθησε πάντοτε τα διάφορα στιλ της διακόσμησης. Τα ξύλινα πλαίσια (συνήθως από έβενο και μαόνι) συχνά επιχρυσώνονταν ή στολίζονταν με σκαλίσματα, αραβουργήματα και διάφορες άλλες μορφές, ενώ άλλοτε καλύπτονταν με λάκα και συμπληρώνονταν με ένθετους πολύτιμους λίθους, μάργαρο ή ελεφαντοστό, κατά τον τρόπο που συνηθιζόταν στην Ανατολή και επικράτησε στην Ευρώπη στα τέλη του 17ου αι. Όσο για τα υφάσματα –που στην Ανατολή ήταν μεταξωτά κεντημένα η ζωγραφισμένα– στην Ευρώπη χρησιμοποιήθηκαν μπροκάρ, δαμασκηνά, βελούδα και διάφορα μεταξωτά κεντημένα ή ζωγραφισμένα, κάποτε σε σχέδια μεγάλων καλλιτεχνών. Στην Κίνα ήταν επίσης πολύ διαδεδομένα τα π. από επιχρυσωμένο ή ζωγραφισμένο χαρτί. Π. χρησιμοποιούνται ακόμα ως στοιχεία επίπλωσης με περισσότερο διακοσμητική αξία παρά χρηστική. Εξάφυλλο παραβάν από μεταξωτό ύφασμα με ξύλινο σκαλιστό πλαίσιο, έργο του Λουί Φαλκονέ (Μουσείο Nissim de Camondo, Παρίσι).
* * *
το
1. μέσο για προφύλαξη από τον άνεμο, αλεξήνεμο
2. παραπέτασμα με το οποίο απομονώνεται ένας χώρος και έτσι δεν είναι εκτεθειμένος στη θέα
3. ναυτ. πολεμική συσκευή η οποία προφυλάσσει τα πολεμικά σκάφη από τις νάρκες και τα υποβρύχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. paravent < parer «αποφεύγω, αποκρούω» + vent «άνεμος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραβάν — το (λ. γαλλ.), προπέτασμα που απομονώνει τη θέα ή προφυλάγει από τον αγέρα, αλλ. διαχώρισμα: Στις εκλογές χρησιμοποιούνται παραβάν, για να ψηφίζουν κρυφά οι εκλογείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραβάν — παραβαίνω go by the side of aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… …   Dictionary of Greek

  • αλεξήνεμος — η, ο (Μ ἀλεξήνεμος, ον) αυτός που προφυλάσσει από τον αέρα νεοελλ. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) ελαφρό και ευμετακίνητο έπιπλο για την προφύλαξη από τον αέρα (αλλιώς παραβάν). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέξω + ἄνεμος. Το η ( ήνεμος) από έκταση τού α σε η λόγω …   Dictionary of Greek

  • Ζενέ, Ζαν — (Jean Genet, Παρίσι 1910 – 1986). Γάλλος συγγραφέας και δραματουργός. Ήταν γιος αγνώστου πατρός και η μητέρα του τον εγκατέλειψε μερικούς μήνες μετά τη γέννησή του. Γρήγορα επιδόθηκε σε μικροεγκλήματα που τον οδήγησαν στο αναμορφωτήριο του Μετρέ …   Dictionary of Greek

  • Τ’ανγκ — Κινεζική αυτοκρατορική δυναστεία η οποία βασίλεψε από το 618 έως το 907. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της δυναστείας αυτής εξουδετερώθηκε η θιβετανή πίεση και η Κορέα προσαρτήθηκε στην αυτοκρατορία. Κυρίως από πολιτιστική άποψη η δυναστεία Τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”